- διαπόντιος
- -α, -ο (AM διαπόντιος, -α, -ον)1. αυτός που προέρχεται από το πέλαγος ή που τό διασχίζει2. αυτός που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, ο υπερπόντιοςμσν.φρ. «διαπόντια χρήματα» — ναυτικό δάνειο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπόντιος — beyond sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπόντιον — διαπόντιος beyond sea masc/fem acc sg διαπόντιος beyond sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαποντίοις — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαποντίου — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαποντίους — διαπόντιος beyond sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαποντίων — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπόντια — διαπόντιος beyond sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπόντιοι — διαπόντιος beyond sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)